φραγκοραφτάδικο

φραγκοραφτάδικο
το, Ν το κατάστημα ή το εργαστήρι τού φραγκοράφτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φραγκοράφτης + κατάλ. -άδικο (πρβλ. παπουτσ-άδικο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φραγκοραφτάδικο — το ραφείο αντρικών ρούχων ευρωπαϊκού τύπου, το κατάστημα του φραγκοράφτη (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”